Έβαλε το φόβο στο δεξί τσεπάκι του παντελονιού.
Ήξερε ότι ήταν τρύπιο, ήλπιζε ότι θα παραπέσει.
Πακετάρησε τα πιο στέρεα επιχειρήματα.
Αμήχανος γυρνούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο,
μην τυχόν είχε ξεχάσει τίποτα.
Κλειδωσε την πόρτα του σπιτιού.
Άφησε μέσα οτιδήποτε θύμιζε αλήθεια.
Κανένα ίχνος λύπης.
Καμιά υπόνοια μοναξιάς.
Αστεία και γέλια.
Ένιωσε έτοιμος να πείσει για άλλη μια φορά.
Να πείσει ότι είναι αυτό που δεν ήταν ποτέ.
Περπατά γρήγορα.
Το νοικιασμένο του εγώ,
δεν αφήνει χώρο για σκέψεις.
Ωπ!
Παραλίγο να πέσει..
Μικρή παύση.
Σιάξιμο του παντελονιού.
Ίσιωμα του γιακά.
Συνεχίζει.
Περπατά ακόμα πιο γρήγορα.
Δεν ξέρει πού πάει, δεν ξέρει γιατί περπατά.
Βιάζεται.
Το δειλινό σιγά σιγά ρίχνει τα πέπλα του.
Κοιτάζει τον ουρανό.
Μυρίζει ελευθερία.
Την είχε ξεχάσει τούτη τη μυρουδιά.
Τα χρώματα τον κάνουν να θέλει να ταξιδέψει.
Μικρή παύση.
Κλείνει τα μάτια.
"Μονο για λίγο", σιγοψιθυρίζει.
Μόνο για λίγο.
Αφήνει την ψυχή του να ταξιδέψει κι αυτή.
Πόσο την είχε ξεχάσει τη μυρουδιά της ελευθερίας;
Ακίνητος παρατηρητής.
Το έργο ήταν γραμμένο για εκείνον.
Γιατί δεν ένιωθε πρωταγωνιστής;
Γιατί ήταν απλά ένας από εκείνους τους νυσταγμένους θεατές της πρώτης σειράς;
Πήρε μια βαθειά ανάσα.
Ρούφιξε όση ελευθερία μπορούσε.
Ήξερε τι θα κάνει..
Απαλά έβγαλε τη μάσκα του.
Την ακούμπησε στο πλακόστρωτο.
Ένιωσε δυνατός.
Άνοιξε τα μάτια.
Άρχισε να περπατά.
Βήματα αργά, ρυθμικά, σταθερά.
Δε βιαζόταν.
Απολάμβανε το δειλινό.
"Μόλις γυρίσω σπίτι", σκέφτηκε,
"πρέπει να ράψω τις τσέπες μου…".
Απαλά έβγαλε τη μάσκα του.
Την ακούμπησε στο πλακόστρωτο.
Ένιωσε δυνατός.
Άνοιξε τα μάτια.
Άρχισε να περπατά.
Βήματα αργά, ρυθμικά, σταθερά.
Δε βιαζόταν.
Απολάμβανε το δειλινό.
"Μόλις γυρίσω σπίτι", σκέφτηκε,
"πρέπει να ράψω τις τσέπες μου…".