Καθισμένοι στο παγκάκι της παραλίας.
Χαϊδεύεις τα μαλλιά μου,
χαζεύω τα χείλη σου.
Αρχίζω να τρέχω.
Με κυνηγάς.
Πετάμε τα ρούχα μας,
βουτάμε στη θάλασσα.
Δεν ξέρω πόσο καιρό θα
κρατήσει αυτό το ταξίδι.
Δεν ξέρω πόσο μακριά
είναι η καινούρια Ιθάκη.
Ας μη μας ταλαιπωρούν
μάταιες σκέψεις.
Φίλα με.
Θέλω να κολυμπήσω μαζί σου.
Γαλλικός καφές.
Άρωμα σοκολάτα.
Το σπίτι πλημμύρισε μυρουδιές,
οι μυρουδιές πλημμύρισαν θύμισες.
Θέση αναπαυτική - είχε βουλιάξει στην
πολυθρόνα, χωμένη κάτω από
μια λεπτή κουβερτούλα.
Προεξείχαν μονάχα οι παλάμες
που τύλιγαν σφιχτά το ζεστό φλυτζάνι.
Ασάλευτη, παρατηρούσε τη βροχή.
Πόσο της άρεσε να παρατηρεί τη βροχή...
Τον τελέυταίο καιρό είχε ξεχάσει τι
της αρέσει, τι μπορεί, τι αντέχει, τι ψάχνει.
Είχε ξεχάσει να παλεύει,
να διαλέγει, να ζει.
Η τζαμαρία της μπαλκονόπορτας
της φάνηκε θολή. Ένιωσε σα να
μη μπορούσε να δει τις ψιχάλες.
Σηκώθηκε απότομα από την πολυθρόνα.
Άφησε τον καφέ στο διπλανό τραπεζάκι -
το καρεδάκι γέμισε σοκολατένιους λεκέδες.
Στάθηκε μπροστά από το τζάμι.
Άφηνε το χρόνο να λιώνει ενώ
έσφιγγε το μανίκι της μπλούζας
γύρω από τον καρπό της.
Άρχισε δειλά να καθαρίζει.
Ανάσες δύσκολες, κινήσεις αργές.
Χέρια αμήχανα, μάτια μπερδεμένα.
Έπειτα θυμός και σύγχυση.Ανάσες βεβιασμένες, κινήσεις βιαστικές.
Χέρια ανεξέλεγκτα, μάτια
βουτηγμένα στα δάκρυα.
Ήξερε.
Πάντα ήξερε, ποτέ δεν παραδεχόταν.
Σα να περπατούσε αγκαζέ με ένα
γκρίζο συννεφάκι, που, πολλές φορές,
προτιμούσε να περπατάει μπροστά της.
Το συννεφάκι αυτό που σήμερα έβρεχε...
Σταμάτησε.
Άφησε τα χέρια της να
κυλήσουν στο τζάμι, απρόθυμη
να συνεχίσει να μάχεται.
Τα μανίκια της ήταν νωπά.
Χαμένη ένιωσε.
Κάλυψε με τα χέρια το πρόσωπο.
Ακούμπησε την πλάτη της στο τζάμι.
Γλίστρησε απαλά.
Βρέθηκε καθισμένη στο πάτωμα.
Προσπάθησε να πνίξει
τους τελευταίους λιγμούς κι
ακούμπησε τις παλάμες της στο χαλί -
λίγη ώθηση χρειαζόταν να σηκωθεί.
Μάταιο.
Τι ήταν άραγε εκείνο που έκανε λάθος;
Ήθελε απλά να σβήσει τη
στιγμή που προηγήθηκε.
Ήθελε να κάτσει πάλι στην
πολυθρόνα, να χωθεί κάτω
από την λεπτή κουβέρτα.
Ήλεθελε να συνεχίσει τον καφέ της,
να παρατηρήσει τη βροχή,
να αναβάλλει - το τελευταίο
φρόντιζε να το κάνει καλύτερα από όλα.
Ήθελε να σηκωθεί.
Προσπάθησε ξανά.
Τα χέρια της δήλωναν αδύναμα -
αδύναμα δεν ήταν ποτέ.
Τώρα ήταν πιο δυνατά κι από εκείνη.
Κοίταξε την πολυθρόνα.
Χαμογέλασε.
Ξαφνικά, ένιωσε πως
υπήρχε ένας λόγος.
Ένας λόγος να μείνει εκεί,
καθισμένη στο πάτωμα.
Κι έτσι έκανε.
Έκλεισε τα παράθυρα,
κλείδωσε όλες τις πόρτες.
Θα έμενε σε εκείνο το χαλάκι,
προσπαθώντας καθημερινά
να βρει δύναμη να σηκωθεί ή
να πετάξει μαζί του.
Έπρεπε να μάθει να στηρίζεται
στην καρδιά της.
Άφησε ανοιχτή μονάχα τη
τζαμαρία, εκείνη που έπλυνε
με το δάκρυ της....
για να μπορεί να θυμάται.
(12/3-12/4)