Άνοίξε το παράθυρο. Το δωμάτιο πλημμύρισε φθινοπωρινό αεράκι. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έδεσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι κι έμεινε σιωπηλός, κοιτάζωντας το ταβάνι. Ο χρόνος σταμάτησε. Η σκέψη, επίμονη, δήλωνε παρούσα.
Οι μάχες που ήρθαν. Οι μάχες που έρχονται. Οι μάχες που θα ‘ρθουν.
Οι νίκες που δεν έλεγαν να'ρθουν. Οι ήττες που άφηνε πίσω του.
Η αταξία που γέμιζε τη ζωή του. Η αταξία που μισούσε. Η αταξία που λάτρευε.
Η τάξη που είχε ανάγκη. Η αρμονία που του έλειπε.
Η υπομονή που χρειαζόταν. Η υπομονή που θαύμαζε. Η υπομονή που δεν είχε ποτέ.
Γύρισε μπρούμυτα. Άφησε το πρόσωπό του να βουλιάξει στο μαξιλάρι. Έκανε τραμπάλα με τις σκέψεις του κι ένιωθε πως, απέναντί του, καθόταν ένα από εκείνα τα μεγαλόσωμα αγόρια, που τον έβαζαν κάτω, όταν ήταν μικρός.
Οι λέξεις τον είχαν αφήσει μόνο. Δεν είχε πια πού να κρυφτεί. Τα δάκρυα έφερναν λυτρωμό.
Αγκάλιασε το μουσκεμένο μαξιλάρι του. Ήθελε να φωνάξει.
"Κράτα με. Νιώθω ότι δεν ισορροπώ μόνος μου. Νιώθω ότι χρειάζομαι δεκανίκια. Κράτα με σου λέω. Φοβάμαι..."
Δάκρυα. Πνιγμένοι λιγμοί.
"Ξέρεις... Μη με κρατάς. Μόνο τραγούδησέ μου. Νανούρισέ με. Θέλω λίγο να κοιμηθώ. Να κοιμηθώ. Κι ύστερα θα προσπαθήσω πάλι. Μια μέρα θα μάθω να πετάω και τότε θα κρύβομαι στα σύννεφα. Νανουρισέ με..."